- Πολεμάρχου
- Πολέμαρχοςchieftainmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολεμάρχου — πολέμαρχος chieftain masc gen sg πολεμάρχης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμάρχειος — ον, ουδ. και εῖον και πολεμάρχιον, Α [πολέμαρχος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πολέμαρχο 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολεμάρχειον ή πολεμαρχεῖον ή πολεμάρχιον η κατοικία τού πολεμάρχου … Dictionary of Greek
πολεμαρχία — ἡ, ΝΑ [πολέμαρχος] το αξίωμα τού πολεμάρχου … Dictionary of Greek
πολεμαρχώ — πολεμαρχῶ, έω, ΝΑ, βοιωτ. τ. πολεμαρχίω, Α [πολέμαρχος] ασκώ καθήκοντα πολεμάρχου, είμαι πολέμαρχος … Dictionary of Greek
συμφορεύς — έως, ὁ, Α (στους Λακεδαιμόνιους) στρατιωτικός ακόλουθος πολεμάρχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < συμφέρω «φέρω μαζί, ταιριάζω, ακολουθώ» + κατάλ. εύς (πρβλ. ἀνα φορ εύς)] … Dictionary of Greek
Ερατοσθένης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ε. ο Κυρηναίος. Βλ. λ. Ερατοσθένης ο Κυρηναίος. 2. Ολυμπιονίκης (6ος αι. π.Χ.). Καταγόταν από τον Κρότωνα και νίκησε στο αγώνισμα του δρόμου το 576 π.Χ. 3. Αθηναίος πολιτικός (5ος αι. π.Χ.). Τριήραρχος το 411 π.Χ.,… … Dictionary of Greek
κόσμοι — Άρχοντες των δωρικών πολιτευμάτων της αρχαίας Κρήτης, δεύτεροι στην τάξη μετά τους βασιλείς. Ήταν δέκα, εκλέγονταν σε ετήσια βάση μόνο από ορισμένα γένη και αποτελούσαν συμβούλιο. Είχαν την ανώτατη εξουσία τόσο σε καιρό πολέμου όσο και σε περίοδο … Dictionary of Greek
Μαραθών — Αρχαία πόλη της Αττικής. Ήταν χτισμένος σε πεδιάδα με την ίδια ονομασία στα ΒΑ της πόλης των Αθηνών και έμεινε στην ιστορία κυρίως από την περίφημη μάχη που έγινε εκεί τον Σεπτέμβριο του 490 π.Χ. μεταξύ Αθηναίων («προμαχούντων των Ελλήνων»… … Dictionary of Greek